Ο παράγοντας-κλειδί για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να βγει η Ελλάδα από την κρίση, θα είναι η τεχνολογική καινοτομία, τόνισε ο εκτελεστικός πρόεδρος της Google Έρικ Σμιντ.
Ο κορυφαίος Αμερικανός μάνατζερ μίλησε απόψε στο Μέγαρο Μουσικής ενώπιον πολυπληθούς κοινού με θέμα «Η Τεχνολογία ως έναυσμα για την ανάπτυξη», και κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να δημιουργήσει ένα πιο φιλικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα, ιδίως των νέων.
«Η κρίση είναι ευκαιρία για να βρείτε νέους τρόπους και μέσα ανάπτυξης» είπε και υπογράμμισε πόσο σημαντικό είναι να καταλάβουν οι Έλληνες τον κομβικό ρόλο των καινοτομιών, οι οποίες, σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτελούν τον μοχλό και την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης.
«Για την Ελλάδα τα δυσάρεστα είναι πίσω της και τα καλά είναι μπροστά της» εκτίμησε ο κ. Σμιντ και κάλεσε τη χώρα μας «να γίνει μια Μέκκα υψηλής καινοτομίας». Επεσήμανε με αισιόδοξο πνεύμα ότι «κάθε κρίση δημιουργεί μια ευκαιρία» και κάλεσε την Ελλάδα να τολμήσει «να εκτεθεί στον παγκόσμιο ανταγωνισμό», δημιουργώντας κέντρα καινοτομίας και νέες ευκαιρίες απασχόλησης μέσα από τη στενή συνεργασία κράτους, επιχειρήσεων και μεγάλων πανεπιστημίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως είπε, η Google «θα βοηθήσει στο μέτρο του δυνατού». Αφού εξέφρασε την ικανοποίησή του επειδή η ανάπτυξη της εταιρείας του στην Ελλάδα εμφανίζει έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς στην Ευρώπη, δήλωσε ότι «σκεπτόμαστε τι θα κάνουμε στο μέλλον», ενώ επεσήμανε πως ένας λόγος του ταξιδιού του στη χώρα μας ήταν για να σχηματίσει προσωπική άποψη για την κατάσταση στην Ελλάδα.
Ο πρόεδρος του αμερικανικού κολοσσού δήλωσε εντυπωσιασμένος τόσο από τον αριθμό των ταλέντων που έχει η Ελλάδα, όσο και για την ανθεκτικότητα των Ελλήνων μπροστά στην κρίση. Αφού ανέφερε ότι οι Έλληνες έχουν εφεύρει πολλά πράγματα στην ιστορία, μεταξύ των οποίων τη Δημοκρατία, εξέφρασε το «σεβασμό» του απέναντι στον ελληνικό λαό για όσα έχει περάσει λόγω της κρίσης και ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν ξέρω πώς θα είχαμε αντιδράσει στις ΗΠΑ, αν μας είχε συμβεί κάτι ανάλογο».
Ο κ. Σμιντ ανέφερε ότι μολονότι η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Αθήνα διαθέτει πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, σήμερα χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό πολυάριθμων αναξιοποίητων ταλέντων και εξειδικευμένων εργαζομένων χωρίς δουλειά, λίγων καινοτομικών εταιρειών και χαμηλών μισθών, με συνέπεια να παρατηρείται «διαρροή εγκεφάλων» σε άλλες χώρες. Όπως είπε, «σε μια χώρα με ανεργία των νέων κοντά στο 60%, το πρόβλημα δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο, αλλά μπορεί να λυθεί».
Για να αλλάξουν τα πράγματα, τόνισε, και για να δημιουργηθούν περισσότερες δουλειές στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, οι πρωτοβουλίες ανήκουν αφενός στην ελληνική κυβέρνηση, που πρέπει να βοηθήσει στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, και αφετέρου στην ανάληψη ρίσκου από τους ίδιους τους επιχειρηματίες. «Δεν δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας οι κυβερνήσεις, αλλά οι επιχειρήσεις» τόνισε και υπογράμμισε ότι «χρειάζονται νόμοι που να προωθούν την επιχειρηματικότητα».
Αλλά, πρόσθεσε, για να διακινδυνεύσουν οι επιχειρηματίες, «οι πολιτικοί πρέπει να απομακρύνουν τα εμπόδια» και «να εξαλειφθεί η γραφειοκρατία που αποτρέπει τις επενδύσεις». Όπως εξήγησε, χρειάζεται ένα σταθερό επενδυτικό πλαίσιο, επειδή «οι επενδυτές θέλουν να ξέρουν ότι σε μερικά χρόνια η κυβερνητική πολιτική δεν θα έχει αλλάξει».
Παράλληλα, πρόσθεσε, πρέπει να δοθούν κίνητρα (όπως φορολογικά) για την τόνωση της επιχειρηματικότητας, καθώς επίσης να προωθηθεί ακόμη περισσότερο η χρήση του Ίντερνετ στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, και να δοθεί έμφαση στην αξιοποίηση των δικτύων. Στην Ελλάδα, όπως είπε, μπορούν μέσα από τις νέες καινοτομίες, «να δημιουργηθούν νέοι εκατομμυριούχοι».
Απαντώντας σε ερωτήσεις του κοινού, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι η Google -παρά τις εναντίον της κατηγορίες- σέβεται την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, ενώ επέκρινε τις υποκλοπές δεδομένων από την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA) των ΗΠΑ, λέγοντας ότι «δεν θα πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο και στην Ευρώπη».
Για την ανεργία, υποστήριξε ότι αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα, για το οποίο η τεχνολογία φέρει τη δική της ευθύνη (π.χ. λόγω αυτοματοποίησης της παραγωγής), γι’ αυτό τόνισε ότι χρειάζονται «σωστές» καινοτομίες, ώστε να ενισχύεται η απασχόληση και όχι να μειώνεται.
Τη διάλεξη και τη συζήτηση με το κοινό προλόγισε και συντόνισε ο Λουκάς Τσούκαλης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).
Ο εκτελεστικός πρόεδρος της Google Eric Schmidt γεννήθηκε το 1955, σπούδασε μηχανικός λογισμικού και από το 2001 έως το 2011 διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος (CEO) της αμερικανικής εταιρείας την οποία είχαν ιδρύσει ο Λάρι Πέιτζ και ο Σεργκέι Μπριν το 1998. Από αυτή τη θέση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της Google, μεταμορφώνοντάς την σε σχετικά σύντομο χρόνο από μια μικρή επιχείρηση της «Σίλικον Βάλεϊ» της Καλιφόρνια στο Νο 1 «όνομα» της τεχνολογίας παγκοσμίως, με κεντρικό μοχλό επιτυχίας τη διάσημη ομώνυμη μηχανή αναζήτησης.
Ο Σμιντ, μεταξύ άλλων, είναι μέλος του Συμβουλίου για την Επιστήμη και την Τεχνολογία (PCAST) του προέδρου των ΗΠΑ Μπ. Ομπάμα, της Αμερικανικής Ακαδημίας Μηχανικών και της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Είναι, ακόμα, πρόεδρος του συμβουλίου του οργανισμού New America Foundation. Σύμφωνα με το περιοδικό «Forbes», το 2013 ήταν ο 138ος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο με εκτιμώμενη περιουσία 8,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τις προσωπικές απόψεις του για το μέλλον καταγράφει σφαιρικά στο βιβλίο του που εξέδωσε φέτος τον Απρίλιο με τίτλο «Η νέα ψηφιακή εποχή: Αναδιαμορφώνοντας το μέλλον των ανθρώπων, των εθνών και των επιχειρήσεων».
Ο κορυφαίος Αμερικανός μάνατζερ μίλησε απόψε στο Μέγαρο Μουσικής ενώπιον πολυπληθούς κοινού με θέμα «Η Τεχνολογία ως έναυσμα για την ανάπτυξη», και κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να δημιουργήσει ένα πιο φιλικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα, ιδίως των νέων.
«Η κρίση είναι ευκαιρία για να βρείτε νέους τρόπους και μέσα ανάπτυξης» είπε και υπογράμμισε πόσο σημαντικό είναι να καταλάβουν οι Έλληνες τον κομβικό ρόλο των καινοτομιών, οι οποίες, σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτελούν τον μοχλό και την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης.
«Για την Ελλάδα τα δυσάρεστα είναι πίσω της και τα καλά είναι μπροστά της» εκτίμησε ο κ. Σμιντ και κάλεσε τη χώρα μας «να γίνει μια Μέκκα υψηλής καινοτομίας». Επεσήμανε με αισιόδοξο πνεύμα ότι «κάθε κρίση δημιουργεί μια ευκαιρία» και κάλεσε την Ελλάδα να τολμήσει «να εκτεθεί στον παγκόσμιο ανταγωνισμό», δημιουργώντας κέντρα καινοτομίας και νέες ευκαιρίες απασχόλησης μέσα από τη στενή συνεργασία κράτους, επιχειρήσεων και μεγάλων πανεπιστημίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως είπε, η Google «θα βοηθήσει στο μέτρο του δυνατού». Αφού εξέφρασε την ικανοποίησή του επειδή η ανάπτυξη της εταιρείας του στην Ελλάδα εμφανίζει έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς στην Ευρώπη, δήλωσε ότι «σκεπτόμαστε τι θα κάνουμε στο μέλλον», ενώ επεσήμανε πως ένας λόγος του ταξιδιού του στη χώρα μας ήταν για να σχηματίσει προσωπική άποψη για την κατάσταση στην Ελλάδα.
Ο πρόεδρος του αμερικανικού κολοσσού δήλωσε εντυπωσιασμένος τόσο από τον αριθμό των ταλέντων που έχει η Ελλάδα, όσο και για την ανθεκτικότητα των Ελλήνων μπροστά στην κρίση. Αφού ανέφερε ότι οι Έλληνες έχουν εφεύρει πολλά πράγματα στην ιστορία, μεταξύ των οποίων τη Δημοκρατία, εξέφρασε το «σεβασμό» του απέναντι στον ελληνικό λαό για όσα έχει περάσει λόγω της κρίσης και ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν ξέρω πώς θα είχαμε αντιδράσει στις ΗΠΑ, αν μας είχε συμβεί κάτι ανάλογο».
Ο κ. Σμιντ ανέφερε ότι μολονότι η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Αθήνα διαθέτει πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, σήμερα χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό πολυάριθμων αναξιοποίητων ταλέντων και εξειδικευμένων εργαζομένων χωρίς δουλειά, λίγων καινοτομικών εταιρειών και χαμηλών μισθών, με συνέπεια να παρατηρείται «διαρροή εγκεφάλων» σε άλλες χώρες. Όπως είπε, «σε μια χώρα με ανεργία των νέων κοντά στο 60%, το πρόβλημα δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο, αλλά μπορεί να λυθεί».
Για να αλλάξουν τα πράγματα, τόνισε, και για να δημιουργηθούν περισσότερες δουλειές στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, οι πρωτοβουλίες ανήκουν αφενός στην ελληνική κυβέρνηση, που πρέπει να βοηθήσει στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, και αφετέρου στην ανάληψη ρίσκου από τους ίδιους τους επιχειρηματίες. «Δεν δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας οι κυβερνήσεις, αλλά οι επιχειρήσεις» τόνισε και υπογράμμισε ότι «χρειάζονται νόμοι που να προωθούν την επιχειρηματικότητα».
Αλλά, πρόσθεσε, για να διακινδυνεύσουν οι επιχειρηματίες, «οι πολιτικοί πρέπει να απομακρύνουν τα εμπόδια» και «να εξαλειφθεί η γραφειοκρατία που αποτρέπει τις επενδύσεις». Όπως εξήγησε, χρειάζεται ένα σταθερό επενδυτικό πλαίσιο, επειδή «οι επενδυτές θέλουν να ξέρουν ότι σε μερικά χρόνια η κυβερνητική πολιτική δεν θα έχει αλλάξει».
Παράλληλα, πρόσθεσε, πρέπει να δοθούν κίνητρα (όπως φορολογικά) για την τόνωση της επιχειρηματικότητας, καθώς επίσης να προωθηθεί ακόμη περισσότερο η χρήση του Ίντερνετ στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, και να δοθεί έμφαση στην αξιοποίηση των δικτύων. Στην Ελλάδα, όπως είπε, μπορούν μέσα από τις νέες καινοτομίες, «να δημιουργηθούν νέοι εκατομμυριούχοι».
Απαντώντας σε ερωτήσεις του κοινού, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι η Google -παρά τις εναντίον της κατηγορίες- σέβεται την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, ενώ επέκρινε τις υποκλοπές δεδομένων από την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA) των ΗΠΑ, λέγοντας ότι «δεν θα πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο και στην Ευρώπη».
Για την ανεργία, υποστήριξε ότι αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα, για το οποίο η τεχνολογία φέρει τη δική της ευθύνη (π.χ. λόγω αυτοματοποίησης της παραγωγής), γι’ αυτό τόνισε ότι χρειάζονται «σωστές» καινοτομίες, ώστε να ενισχύεται η απασχόληση και όχι να μειώνεται.
Τη διάλεξη και τη συζήτηση με το κοινό προλόγισε και συντόνισε ο Λουκάς Τσούκαλης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).
Ο εκτελεστικός πρόεδρος της Google Eric Schmidt γεννήθηκε το 1955, σπούδασε μηχανικός λογισμικού και από το 2001 έως το 2011 διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος (CEO) της αμερικανικής εταιρείας την οποία είχαν ιδρύσει ο Λάρι Πέιτζ και ο Σεργκέι Μπριν το 1998. Από αυτή τη θέση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της Google, μεταμορφώνοντάς την σε σχετικά σύντομο χρόνο από μια μικρή επιχείρηση της «Σίλικον Βάλεϊ» της Καλιφόρνια στο Νο 1 «όνομα» της τεχνολογίας παγκοσμίως, με κεντρικό μοχλό επιτυχίας τη διάσημη ομώνυμη μηχανή αναζήτησης.
Ο Σμιντ, μεταξύ άλλων, είναι μέλος του Συμβουλίου για την Επιστήμη και την Τεχνολογία (PCAST) του προέδρου των ΗΠΑ Μπ. Ομπάμα, της Αμερικανικής Ακαδημίας Μηχανικών και της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Είναι, ακόμα, πρόεδρος του συμβουλίου του οργανισμού New America Foundation. Σύμφωνα με το περιοδικό «Forbes», το 2013 ήταν ο 138ος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο με εκτιμώμενη περιουσία 8,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τις προσωπικές απόψεις του για το μέλλον καταγράφει σφαιρικά στο βιβλίο του που εξέδωσε φέτος τον Απρίλιο με τίτλο «Η νέα ψηφιακή εποχή: Αναδιαμορφώνοντας το μέλλον των ανθρώπων, των εθνών και των επιχειρήσεων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε και εσείς την άποψή σας !