O ιδρυτής της ομώνυμης πλατφόρμας γνωρίζει από πρώτο χέρι πως μια φωτογραφία δεν ισούται μόνο με 1.000 λέξεις αλλά και με 1 δισ. δολάρια σε μετρητά και μετοχές
Η οικουμενική αφήγηση των μεγάλων τεχνολογικών επιτευγμάτων είθισται να ξεκινά από το vintage φωτογραφικό στιγμιότυπο όπου δυο, τρία ή και περισσότερα μυωπικά geeks, κλεισμένα σε ένα απόκοσμο γκαράζ, περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους κατασκευάζοντας δυσνόητους στον κοινό νου αλγορίθμους, αλλάζοντας στην πραγματικότητα τον ρου της ιστορίας του ανθρώπινου είδους.Κάπως έτσι έγινε η απαρχή εταιρειών-κολοσσών που οδήγησαν (ίσως και χειραγώγησαν) τη φρενήρη τεχνολογική κοσμογονία της τελευταίας τριακονταετίας, όπως η Apple, η Google, η HP και πάει λέγοντας. Στην περίπτωση του Κέβιν Σίστρομ, του 29χρονου σήμερα δισεκατομμυριούχου επινοητή του Instagram, το μοναδικό ρετρό στοιχείο που θα συναντήσει κανείς είναι τα επιτηδευμένα παλαιωμένα φωτογραφικά φίλτρα της εφαρμογής μέσω της οποίας καθένας μπορεί να καμωθεί τον επιδέξιο φωτογράφο.
Ο Βοστονέζος με τις απανωτές αποτυχίες και τις εσφαλμένες επαγγελματικές επιλογές κατάφερε να γίνει κυριολεκτικά εν μια νυκτί ο πρίγκιπας του πιο πολυδιαβασμένου παραμυθιού της Σίλικον Βάλεϊ. Μοσχοπούλησε μέσα σε μόλις ενάμιση χρόνο από τη δημιουργία της την εφαρμογή του στον κ. Facebook, λαμβάνοντας ως αντίτιμο 1 δισ. δολάρια - τα 300 εκατομμύρια σε μετρητά, που αντιστοιχούσαν στο 1/4 της ρευστότητας που διέθετε η παντοκρατορία του Ζούκερμπεργκ τον Απρίλιο του 2012, οπότε και έγινε η αγοραπωλησία, τα υπόλοιπα σε μετοχές. Εξασφάλισε, δε, ένα καθεστώς ημιανεξαρτησίας μαζί με τους 13 υπαλλήλους του, οι οποίοι, παρότι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στα κεντρικά γραφεία του Facebook στο Menlo Park, συνεχίζουν να λειτουργούν ως ένα ανυπότακτο τύποις γαλατικό χωριό.
Μολονότι ο Σίστρομ είχε από τα γεννοφάσκια του όλες τις προδιαγραφές για να πετύχει κάτι αξιομνημόνευτο, σπουδαίο ή έστω σημαντικό στη ζωή του, μέχρι τον Οκτώβριο του 2010 έκανε τη μια πατάτα μετά την άλλη. Μεγαλωμένος στο Χόλιστον της Βοστόνης, μια μεγαλοαστική συνοικία όπου οι έξυπνοι και φιλόδοξοι γονείς πασχίζουν να μεταφέρουν τις δύο αυτές ιδιότητές τους στα παιδιά τους, αλλά στον υπερθετικό βαθμό, ο σημερινός πρίγκιπας της Σίλικον Βάλεϊ δεν διατηρούσε την παραμικρή σχέση με τεχνολογία, start-up επιχειρήσεις και τα λοιπά αναπτυσσόμενα συμπαρομαρτούντα της Δυτικής Ακτής. Ηταν ένας κλασικός preppie, καλοβαλμένος τύπος που θα μπορούσε να κάνει λαμπρή καριέρα στην πολιτική, την επικοινωνία, τη νομική. Ολα αυτά εάν δεν επέλεγε μετά τον εγκλεισμό του στο χρυσό κλουβί ενός οικοτροφείου να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Μέχρι την αποφοίτησή του το 2006 είχε ήδη μοιραστεί το ίδιο γραφείο με τον Τζακ Ντόρσεϊ στην εταιρεία Odeo, τον πρόγονο του Twitter, από την οποία παραιτήθηκε χτυπώντας κατόπιν το κεφάλι του στον τοίχο, είχε περάσει από την Google αλλά και τη NextStop, μια μικρή ταξιδιωτική start-up που εξαγοράστηκε από το Facebook, και είχε γνωρίσει το επιχειρηματικό έτερο ήμισύ του, τον Βραζιλιάνο Μάικ Κρίγκερ. Αν ο Στιβ Τζομπς είχε ως «β ρόλο» τον Στιβ Βόσνιακ και ο Μπιλ Γκέιτς τον Πολ Αλεν, ο Σίστρομ είχε μόλις βρει τον δικό του. Αρχετυπικό geek, ο Κρίγκερ μετανάστευσε στις ΗΠΑ για να γίνει αρχικά δημοσιογράφος, όμως τελικά ακολούθησε τις πομπώδεις ως προς τον τίτλο τουλάχιστον σπουδές στη γνωστική επιστήμη των υπολογιστών, αντικείμενο στο οποίο ειδικεύεται και η γκουρού της Yahoo! Μαρίσα Μάγερ. Η φιλία του με τον Σίστρομ ξεκίνησε στα καφέ του Σαν Φρανσίσκο, όπου μεταξύ λίτρων καφεΐνης άρχισαν ως κοινοί γνωστοί από το πανεπιστήμιο να μοιράζονται εντυπώσεις από εφαρμογές που τους κινούσαν το ενδιαφέρον. Το ένα έφερε το άλλο. Οταν ο Σίστρομ, απογοητευμένος από την αποχώρησή του από το μεγαλύτερο buzz μετά το Facebook, το Twitter, αποφάσισε να δημιουργήσει μια δική του εταιρεία, ήξερε σε ποιον θα απευθυνόταν. Θα λάνσαρε ένα application ονόματι Burbn, βαφτισμένο από τη λατρεία του στο μπέρμπον, το οποίο ουσιαστικά θα ανταγωνιζόταν το γνωστό FourSquare (σ.σ.: εφαρμογή μέσω της οποίας μπορεί καθένας να μοιράζεται με φίλους και followers σημεία και μέρη που επισκέπτεται σε όλον τον πλανήτη). Loser ο ένας, loser κι ο άλλος, αποφάσισαν με συνοπτικές διαδικασίες να ενώσουν τις τύχες τους. Και εγένετο σουξέ.
Ο Σίστρομ είχε ήδη χάσει το τρένο του Twitter, είχε απωλέσει τη λαμπρή ευκαιρία που θα του έδινε η εν τω μεταξύ πώληση του NextStop στο Facebook και δεν θα συγχωρούσε με τίποτα στον κόσμο μια τρίτη αποτυχία στο καλοζωισμένο του «είναι». Οι δύο εξ ανάγκης φίλοι ήταν αρκετά έξυπνοι για να αντιληφθούν πως το Burbn δεν θα «περπατούσε» ως αντίπαλον δέος του ήδη κατεστημένου FourSquare. Αποφάσισαν έτσι να αξιοποιήσουν τη χρηματοδότηση ύψους 250.000 δολαρίων διαφορετικά. Η στιγμή του δικού τους «εύρηκα» ήρθε όταν ο Σίστρομ σε μια κουβέντα αναρωτήθηκε γιατί πρέπει οπωσδήποτε να φτιάξουν μια εφαρμογή «check in» που θα συνοδεύεται προαιρετικά από την ανάρτηση μιας φωτογραφίας και όχι το αντίθετο. Το Instagram είχε μόλις γεννηθεί. Οχι τυχαία. Ο Σίστρομ από μικρός είχε εκδηλώσει την αγάπη του για τη φωτογραφία. Στο σχολείο χρησιμοποιούσε μια Nikkon SLR για να απαθανατίζει ακόμη και τα πιο ανήκουστα στιγμιότυπα, όπως για παράδειγμα τις αντανακλάσεις του ηλιακού φωτός πάνω στις λαμαρίνες των αυτοκινήτων. Στα φοιτητικά του χρόνια, όταν για ένα εξάμηνο μετοίκησε μέσω προγράμματος ανταλλαγής σπουδαστών στην καρτ-ποσταλική Φλωρεντία, ένας καθηγητής του τον προέτρεψε να αφήσει σπίτι του την ψηφιακή μηχανή του και του άνοιξε διάπλατα το ρετρό σύμπαν της Holga. Ωστόσο, εκείνη που ακούσια συνδύασε στο μυαλό του Σίστρομ την αγάπη του για τη φωτογραφία με την «αναλογική νοσταλγία» ήταν η σύντροφός του Νικόλ. Το καλοκαίρι του 2010, ενώ Σίστρομ και Κρίγκερ σχεδιάζουν πυρετωδώς στα σημειωματάριά τους το μεγαλύτερο στοίχημα της ζωής τους, ο πρώτος φεύγει για ολιγοήμερες διακοπές στην Μπαΐα της Καλιφόρνια με το κορίτσι του. Οταν εκμυστηρεύεται στη Νικόλ πάνω σε τι δουλεύει εκείνη την περίοδο, εκείνη μάλλον δείχνει απογοητευμένη. Του λέει πως θα δυσκολευόταν να χρησιμοποιήσει μια εφαρμογή σαν κι αυτή που επρόκειτο να γίνει το Instagram, διότι δεν έβγαζε καλές φωτογραφίες. Μάλιστα, του έφερε ως παράδειγμα εικόνες που ανέβαζαν οι φίλοι της στα κοινωνικά δίκτυα. Ο Σίστρομ αμέσως αντιλήφθηκε ότι όλες οι φωτογραφίες που άρεσαν στην καλή του ήταν επεξεργασμένες με φίλτρα. Επιστρέφοντας την ίδια ημέρα στο ξενοδοχείο, βούτηξε στο Διαδίκτυο προκειμένου να ανακαλύψει πώς μπορεί να δημιουργήσει ανάλογα ρετρό φίλτρα. Ηταν η μέρα που εφηύρε το περίφημο X-Pro II, το οποίο δίνει την αίσθηση που έχει η επεξεργασία ενός φιλμ με λάθος χημικά. Σε όλη τη διάρκεια των διακοπών του το ζευγάρι εξακολούθησε να φωτογραφίζει διυλίζοντας τις εικόνες του μέσα από το νεοπαγές φίλτρο. Τότε ήταν που ανέβηκε και η πρώτη φωτογραφία στην ιστορία του Instagram, η οποία απεικονίζει έναν σκύλο να ξαποσταίνει πλάι στη σαγιονάρα της Νικόλ. Αμα τη επιστροφή τους στο Σαν Φρανσίσκο κατέστρωσαν ένα σφιχτό πλάνο οκτώ εβδομάδων, στη διάρκεια των οποίων όφειλαν να πείσουν τους χρηματοδότες να τελειοποιήσουν και να κυκλοφορήσουν την εφαρμογή.
Παρότι το κατά τα άλλα μεθυστικό όνομα του Burbn δεν είχε καταφέρει να προκαλέσει ευθυμία στους υποψήφιους χρηματοδότες, ο ενθουσιασμός του διδύμου Σίστρομ και Κρίγκερ ήταν αρκετός για να θωρακίσει το project τους με μια γενναία εισροή κεφαλαίων. Σε ένθερμο θιασώτη της καινοφανούς ιδέας αναδείχτηκε ο Τζακ Ντόρσεϊ του Twitter, παλιόφιλος του Σίστρομ, ο οποίος από τότε ίσως διέβλεπε το ενδεχόμενο συνεργασίας των δύο μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, ούτε που φανταζόταν τι θα συνέβαινε από την κυκλοφορία κιόλας του Instagram - τίτλος που βρέθηκε έπειτα από αμέτρητες ώρες brainstorming και σπαζιοκεφαλιάσματος. Στις 6 Οκτωβρίου του 2010 το Instagram έκανε το ντεμπούτο του στο AppStore της Apple, πετυχαίνοντας 25.000 downloads στην πρώτη κιόλας ημέρας κυκλοφορίας του. Η εφαρμογή που συνδύαζε φωτογραφία, γεωγραφικό στίγμα, κοινωνική δικτύωση και «αναλογική νοσταλγία» ήταν έτοιμη να απογειωθεί. Ομως τα νέα που έφταναν στα στριμωγμένα γραφεία της εταιρείας κάθε άλλο παρά ευχάριστα ήταν. Το fund Andreessen Horowitz, το οποίο είχε τοποθετήσει 250.000 δολάρια στην ιδέα του Σίστρομ από την εποχή του Burbn ακόμη, έκλεινε την κάνουλα της χρηματοδότησης προς το Instagram, ρίχνοντας την ίδια στιγμή 5 εκατομμύρια δολάρια στην εφαρμογή PicPliz, ένα αντίστοιχο application, το οποίο όμως απευθυνόταν αποκλειστικά στο «οικοσύστημα» των Android smartphones. Κανείς μάλιστα από το fund, το οποίο μετά τη μεταπώληση του Instagram στο Facebook αποκόμισε κέρδη της τάξης του 31.000%, δεν είχε την ευγενή καλοσύνη να ενημερώσει τους Σίστρομ και Κρίγκερ, οι οποίοι πληροφορήθηκαν κάθιδροι τα νέα από τους «New York Times». Σε αυτές τις περιπτώσεις το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να πιστέψεις -έστω και όψιμα- πως υπάρχει θεός. Ο Σίστρομ τον βρήκε στο πρόσωπο του θεωρούμενου γκουρού των επενδυτικών κεφαλαίων της Σίλικον Βάλεϊ, Ματ Κόλερ. Αυτός διέθετε όχι μόνο χρήμα αλλά και την απαιτούμενη «φωτογένεια», μια και ήταν από τους κύριους χρηματοδότες του LinkedIn, αλλά και ένα από τα βασικά στελέχη της θρυλικής ομάδας που δημιούργησε το Facebook. Με τον τύπο που στα 33 χρόνια του είχε τη δύναμη να σε ανεβάσει στους επτά ουρανούς ή να σε θάψει στα Τάρταρα στο τσεπάκι του ο Σίστρομ, είχε πια όλο τον χρόνο να ασχοληθεί με την επόμενη μέρα του Instagram, μα κυρίως με το lobbying. Τα «φιλοσοφικά», όπως τα έχει χαρακτηρίσει, δείπνα με τον Ζούκερμπεργκ στο σπίτι του στο Πάλο Αλτο πύκνωναν -ο ιδρυτής του Facebook είχε από παλιά στο μάτι τον Σίστρομ, όταν τον παρακινούσε να αφήσει τις σπουδές του και να ενταχθεί στην ομάδα του-, όπως και τα τηλεφωνήματα με τον Ντόρσεϊ.
Το πιο μυστήριο πράγμα με το Instagram είναι πως, ενώ κανείς δεν διαφημίζεται σε αυτό, άρα δεν αποφέρει άμεσα κέρδη στον ιδιοκτήτη, όλοι ήθελαν να το αποκτήσουν. Η δημοφιλία, η πίστη και η αφοσίωση των χρηστών, που παραμένουν πεισματικά ενεργοί, στην εφαρμογή αλλά και οι ένα εκατομμύριο νέοι χρήστες που κατάφερε να προσελκύσει στην παρθενική εμφάνισή του για συσκευές Android τον Απρίλιο του 2012 σήμαναν τη μητέρα των μαχών. Ολοι ήθελαν στη δική τους τεχνολογική αυτοκρατορία τη μακράν πιο επιτυχημένη εφαρμογή για κινητά τηλέφωνα, η οποία μάλιστα δεν χρειάστηκε να μετασκευαστεί, όπως το Facebook και το Twitter, αφού είχε σχεδιαστεί εξαρχής για τις φορητές συσκευές. Μέσα σε μία εβδομάδα ο Σίστρομ, το αφεντικό των 13 υπαλλήλων, ο «πνευματικός ηγέτης» των εκατομμυρίων αυτόκλητων φωτογράφων, βρέθηκε τόσο στριμωγμένος ανάμεσα στις συμπληγάδες του Ντόρσεϊ και του Ζούκερμπεργκ που δεν είχε την επιλογή παρά να πουλήσει. Το ζήτημα ήταν σε ποιον. Η πρώτη κρούση έγινε στην Αριζόνα, όταν ο Ντόρσεϊ και ο οικονομικός διευθυντής του Twitter, χαλαρώνοντας γύρω από μια φωτιά έπειτα από συμπόσιο που οργάνωσε η επενδυτική τράπεζα Allen & Co. της Νέας Υόρκης, πρότειναν στον επίσης καλεσμένο Σίστρομ να τους παραχωρήσει το «βασίλειό» του για 500 εκατ. δολάρια σε μετοχές του Twitter. Ο Σίστρομ επιφυλάχθηκε. Δύο μέρες αργότερα επικοινώνησε με τον Ντικ Κοστόλο, CEO του Twitter, και απεφάνθη λακωνικά πως το Instagram θέλει να διατηρήσει την ανεξαρτησία του. Φευ! Στα τέλη της ίδιας εβδομάδας η εφαρμογή ανήκε πια στον φεουδάρχη της κοιλάδας Μαρκ Ζούκερμπεργκ. Ο τελευταίος, μόλις πληροφορήθηκε την κίνηση των ανταγωνιστών του, κάλεσε αμέσως τον Σίστρομ σπίτι του, συνέφαγαν και μεταξύ τυρού και αχλαδίου του πρότεινε μια προσφορά που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Το 1 δισ. δολάρια (κάτι περισσότερο από 700 εκατομμύρια με τη σημερινή αξία της μετοχής του Facebook) αλλά και η διαβεβαίωση του Ζούκερμπεργκ πως η εφαρμογή θα μείνει απαγκιστρωμένη από το Facebook έγειρε απότομα την πλάστιγγα προς την απόφαση της πώλησης. Θαμπωμένος ο Σίστρομ, κατευθύνθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Πάλο Αλτο όπου ο Κρίγκερ είχε μόλις επιστρέψει από το Σαν Φρανσίσκο. Εκεί, σε ένα παγκάκι με τα τρένα να περνούν -μια εικόνα μυθιστορηματική, ποτισμένη από την πατίνα των Instagram φίλτρων- οι δύο συνεργάτες αποφάσισαν κοινή συναινέσει να πουλήσουν στον Ζούκερμπεργκ. Τα συμβόλαια της αγοραπωλησίας υπογράφηκαν την επομένη στο σπίτι του κοκκινομάλλη Μαρκ, αποσπώντας τον πότε-πότε από τον μαραθώνιο της αγαπημένης του σειράς «Game of Thrones» που οργάνωνε εκείνο το βράδυ. Ο Ντόρσεϊ, πληροφορούμενος τα νέα από τον Τύπο, ανέβασε την επόμενη Δευτέρα την τελευταία -ακραιφνώς σημειολογική- φωτογραφία του στο Instagram μέσα σε ένα άδειο λεωφορείο. Λίγες ημέρες μετά το Twitter απενεργοποίησε τη δυνατότητα των χρηστών να διαδρούν με το Instagram. Ο Σίστρομ πάντως κρατάει ακόμη στην κάβα του καλά φυλαγμένο ένα παλαιωμένο Jim Beam 100 ετών. Προφανώς γιατί αυτή ήταν η πρώτη αλλά όχι η τελευταία νίκη του στον ακήρυχτο πόλεμο της Κοιλάδας των 30something Τιτάνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε και εσείς την άποψή σας !